ετεροκεντρικός

ετεροκεντρικός
-ή, -ό
ο ετερόκεντρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterocentric < hetero- (πρβλ. ετερο-*) + -centric (πρβλ. κεντρικός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ετερο- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα και τρεις κύριες σημασίες: α) «ο ένας από τούς δύο», σε αντίθεση με το αμφι * («και οι δύο») πρβλ. ετερομάσχαλος, ετερόστομος, ετερόφθαλμος κ.ά. β) «άλλος …   Dictionary of Greek

  • ετερόκεντρος — ετερόκεντρος, η, ο και ετεροκεντρικός, ή, ό εκείνος που οι ακτίνες του δε συναντώνται στο κέντρο, αλλά ούτε και είναι παράλληλες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”